- παραβάν
- το ακλ.1) занавес; 2) мор. параван
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραβάν — (paravent). Κινητό, πτυσσόμενο διάφραγμα, που αποτελείται συνήθως από φύλλα κατασκευασμένα από ξύλο και ύφασμα ή χαρτί, ενωμένα μεταξύ τους με μεντεσέδες. Το π. μπορεί να αποτελείται και από ένα μόνο φύλλο με κατάλληλο υποστήριγμα, όπως είναι το… … Dictionary of Greek
παραβάν — το (λ. γαλλ.), προπέτασμα που απομονώνει τη θέα ή προφυλάγει από τον αγέρα, αλλ. διαχώρισμα: Στις εκλογές χρησιμοποιούνται παραβάν, για να ψηφίζουν κρυφά οι εκλογείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβάν — παραβαίνω go by the side of aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… … Dictionary of Greek
αλεξήνεμος — η, ο (Μ ἀλεξήνεμος, ον) αυτός που προφυλάσσει από τον αέρα νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ελαφρό και ευμετακίνητο έπιπλο για την προφύλαξη από τον αέρα (αλλιώς παραβάν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + ἄνεμος. Το η ( ήνεμος) από έκταση τού α σε η λόγω … Dictionary of Greek
Ζενέ, Ζαν — (Jean Genet, Παρίσι 1910 – 1986). Γάλλος συγγραφέας και δραματουργός. Ήταν γιος αγνώστου πατρός και η μητέρα του τον εγκατέλειψε μερικούς μήνες μετά τη γέννησή του. Γρήγορα επιδόθηκε σε μικροεγκλήματα που τον οδήγησαν στο αναμορφωτήριο του Μετρέ … Dictionary of Greek
Τ’ανγκ — Κινεζική αυτοκρατορική δυναστεία η οποία βασίλεψε από το 618 έως το 907. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της δυναστείας αυτής εξουδετερώθηκε η θιβετανή πίεση και η Κορέα προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία. Κυρίως από πολιτιστική άποψη η δυναστεία Τ.… … Dictionary of Greek